- προσοχῆς
- προσοχήattentionfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
απροσεξία — η (AM ἀπροσεξία) [απρόσεκτος] 1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα 2. απερισκεψία νεοελλ. το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ημιανάπαυση — η παράγγελμα μικρής διακοπής της στάσης «προσοχής», θέση μεταξύ στάσης «προσοχής» και «ανάπαυσης» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
облюдениѥ — ОБЛЮДЕНИ|Ѥ (7*), ˫А с. Осторожность; внимание: се хытрии врачеве. врачююще ˫азвы. съ многъмъ облюдениѥмь и ремествъмь СбТр ΧII/XIII, 4 об.; И подобнаго ѡбоѥмѹ получити исправлениѧ. поразѹмѣ лѣпо. и того радi с(и)ю заповѣдь съ ѡблюдениѥмь изложи.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έλκυση — η (Α ἕλκυσις) ο ελκυσμός αρχ. 1. απορρόφηση τροφής 2. προσέλκυση τής προσοχής … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αμέλητος — ἀμέλητος, ον (Α) ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μέλω] … Dictionary of Greek
αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O … Dictionary of Greek
ανάπαυση — και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω] 1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση 2. ξεκούραση, καθησύχαση 3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος μσν. νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία 2. ειρηνικός βίος, ευημερία … Dictionary of Greek